τόπος

τόπος
-ου + N 2 147-142-94-91-139=613 Gn 12,6; 13,3.4.14; 18,24
place Ex 24,10; place (for camels) Gn 24,31; toilet area Dt 23,13; place (locality) Gn 12,6; place, position Jb 28,12
occasion, opportunity 1 Mc 9,45
ἐν τῷ τόπῳ τινός in the place of Lv 13,19, see also Ezr 9,8; εἰς τὸν ἅγιον τόπον to the holy land 2 Mc 2,18
*2 Chr 34,6 καὶ τοῖς τόποις αὐτῶν in their places-ברחובותיהם ? for MTk בהר בתיהם or MTq בחרבתיהם in their desolated places; *Jer 10,20 τόπος place-מקום for MT מקים קום setting up; *Jer 30,2(49,8) ὁ τόπος αὐτῶν their place-מקומו his place for MT העמיקו get down low; *Ps 83(84),7 τόπον to the place-מעון for MT מעין source; *Prv 28,12 ἐν δὲ τόποις but in the places-מקום/וב for MT קום/וב and when (the wicked) stand up, see also Prv 28,28
Cf. WEVERS 1995 269(Dt 23,13); →TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τόπος — place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο 1. έκταση γης, μέρος, τοποθεσία: Άγονος τόπος. 2. ορισμένη περιοχή, χώρα, πατρίδα: Παπούτσι από τον τόπο σου, ας είν΄ και μπαλωμένο (παροιμία). 3. χώρος: Αυτό το μπαούλο έπιασε τον τόπο. 4. θέση: Κάθε πράμα στον τόπο του. 5. στα μαθηματικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τόπος νοητός —         (topos noetos) (греч.) мыслимое место. Умопостигаемое пространство, в котором находятся эйдосы (Платон). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… …   Философская энциклопедия

  • Οὐχ ὁ τόπος τὸν ἄνδρα, ἀλλ’ ὁ ἀνὴρ αὐτὸν ἔντιμον ποιεῖ. — См. Не место человека красит, но человек место …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γεωμετρικός τόπος — Βλ. λ. γεωμετρία …   Dictionary of Greek

  • Κρανίου τόπος — Βλ. λ. Γολγοθάς …   Dictionary of Greek

  • έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • επαυλή — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… …   Dictionary of Greek

  • σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”